- ἐπιπείθεια
- ἐπιπείθ-εια, poet. [suff] ἐπιπειθ-είη or [suff] ἐπιπειθ-ίη, ἡ,A confidence, Semon.1.6, Porph. Gaur.6.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιπείθεια — ἐπιπείθεια και ποιητ. τ. ἐπιπειθείη, ἐπιπειθίη, ἡ (Α) [επιπειθής] πεποίθηση, πίστη … Dictionary of Greek